Με περισσότερες από 181 θρεπτικές ουσίες, το μέλι αποτελεί πραγματικό «διατροφικό χρυσάφι» που μπορεί να ανεβάσει κατακόρυφα την αξία ενός μεσογειακού διατροφικού πλάνου.
Περιέχει σάκχαρα, μικρά ποσά πρωτεΐνης, ένζυμα (καταλάση, ασκορβικό οξύ, καροτενοειδείς ουσίες, οξειδάση της γλυκόζης), αμινοξέα, μέταλλα, ιχνοστοιχεία βιταμίνες και μια ποικιλία αντιοξειδωτικών ουσιών, όπως φαινολικά οξέα και φλαβονοειδή.
Η σύστασή του επηρεάζεται από την πηγή παραγωγής. Τα κύρια σάκχαρα που περιέχει είναι η φρουκτόζη και η γλυκόζη. Επειδή όμως οι διάφορες χημικές αναλύσεις έχουν αναγνωρίσει 30 διαφορετικά είδη μελιού η ποικιλία σε άλλα σάκχαρα αυξάνεται κατακόρυφα. Πολλά από αυτά δημιουργούνται κατά τη διαδικασία της ωρίμανσης και αποθήκευσης του μελιού. Μια ημερήσια δόση μελιού της τάξης των 20 γρ. μπορεί να καλύψει περίπου το 3% των ενεργειακών αναγκών ενός μέσου ενήλικα.
Από την πλευρά των 26 αμινοξέων που έχουν αναγνωριστεί στα διάφορα είδη, το μέλι χαρακτηρίζεται κυρίως από την παρουσία του αμινοξέος προλίνη. Τα αντιοξειδωτικά συστατικά παρουσιάζουν διαφοροποίηση ανάλογα με την προέλευση του μελιού. Στα είδη μελιού από συγκεκριμένο άνθος λουλουδιού απαντώνται κυρίως φλαβονοειδείς ενώσεις (κουερσιτίνη, λουτεολίνη, απιγενίνη, χρυσίνη, καμφερόλη, γαλανγίνη) ενώ στα είδη μελιού που παρασκευάζονται από ποικιλίες ανθέων απαντώνται κυρίως φαινολικά συστατικά.
Οι επιδράσεις του μελιού στην υγεία κινούσαν ανέκαθεν το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας. Η μεγάλη του οσμωτικότητα και οξύτητα θεωρούνται υπεύθυνες για την αντιμικροβιακή του δράση. Οι ισχυροί αντιμικροβιακοί του παράγοντες περιλαμβάνουν τη λυσοζύμη καθώς και τις αντιοξειδωτικές ουσίες των φλαβονοειδών και των φαινολικών οξέων. Για τη μεγιστοποίηση της αντιμικροβιακής του δράσης συστήνεται η αποθήκευση σε μέρος σκιερό, δροσερό αλλά και η κατανάλωσή του όσο είναι ακόμη φρέσκο.
Η μεγαλύτερη αντιμικροβιακή δράση έχει παρατηρηθεί από το μέλι Μανούκα που έχει την προέλευσή του από τη Νέα Ζηλανδία (ιδιαίτερα από τις ανατολικές περιοχές του βόρειου τμήματός της). Το μέλι επίσης με προέλευση την Αυστραλία έχει επιδείξει ισχυρή αντιμικροβιακή δράση.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζουν οι αντιοξειδωτικές ιδιότητες του μελιού. Οι δράσεις αυτές αφορούν τον περιορισμό των αντιδράσεων οξείδωσης μέσα στα τρόφιμα και τον ανθρώπινο οργανισμό.
Οι αντιδράσεις αυτές είναι επιζήμιες και μπορούν να προκαλέσουν δηλητηρίαση απέναντι σε τρόφιμα αλλά και ανεπιθύμητες δράσεις στην ανθρώπινη υγεία όπως χρόνιες παθήσεις και μερικές μορφές καρκίνου. Φάνηκε πως οι ουσίες του μελιού προστατεύουν τα κύτταρα και ιδιαίτερα τις μεμβράνες τους από τις διαδικασίες της οξείδωσης. Περιορίζουν επίσης την ενδοκυτταρική παραγωγή των επιζήμιων ελευθέρων ριζών.
Οι φυτοχημικές ουσίες που περιέχονται στο μέλι ενισχύουν την άμυνα του οργανισμού έναντι του οξειδωτικού στρες αποδεικνύοντας έτσι πως η κατανάλωση του μελιού αντί παραδοσιακών γλυκαντικών παρέχει το πρόσθετο αυτό όφελος.
Οι διάφορες ερευνητικές προσπάθειες έχουν καταδείξει πως το μέλι διαθέτει επιπρόσθετα αντιφλεγμονώδεις, αντικαρκινικές και αντιμεταλλαξιογόνες ιδιότητες. Μπορεί να περιορίσει τη φλεγμονή στο δέρμα, το οίδημα και να προάγει την επούλωση των πληγών με ταυτόχρονη μείωση του μεγέθους των ουλών και ενεργοποίηση της αναγέννησης των ιστών. Ενδείξεις υπάρχουν πως το μέλι μπορεί να περιορίσει την εξάπλωση των μεταστατικών καρκινικών κυττάρων. Ενδείξεις μείωσης φλεγμονής έχουν φανεί σε πειραματικά μοντέλα ευερέθιστου εντέρου σε ποντίκια.
Οι ευεργετικές του δράσεις όμως δεν σταματούν εδώ. Ερευνητικά δεδομένα δείχνουν πως μπορεί να δράσει κατασταλτικά έναντι του ελικοβακτηριδίου του πυλωρού, την αιτία δηλαδή των πεπτικών ελκών και των γαστρίτιδων.
Ακόμα και η διάρκεια της διάρροιας σε ασθενείς με βακτηριακή γαστρεντερίτιδα φαίνεται να μειώνεται με τη χορήγηση μελιού. Οι ολιγοσακχαρίτες επίσης που περιέχει το μέλι (με πιο αντιπροσωπευτικό την πανόζη) επιδεικνύουν αξιόλογη πρεβιοτική δράση, ευνοώντας έτσι την ανάπτυξη εκείνων των μικροοργανισμών (μπιφιντοβακτηρίων και λακτοβάκιλλων) στο έντερο που προάγουν την καλή του λειτουργία.
Τέλος, το μέλι μπορεί να δράσει ευεργετικά έναντι καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου σε υγιείς αλλά και σε άτομα με αυξημένους παράγοντες κινδύνου. Σε σχετικές μελέτες φάνηκε πως σε υπέρβαρα ή παχύσαρκα άτομα, η μέτρια κατανάλωση μελιού αντί ζάχαρης μείωσε ήπια το σωματικό βάρος και λίπος τους, την ολική και την «κακή» χοληστερόλη τους, τα τριγλυκερίδια.
Προσοχή όμως. Η πλούσια περιεκτικότητα του μελιού σε απλά και άμεσα απορροφήσιμα σάκχαρα καθιστά τη χρήση του πολύ φειδωλή από άτομα που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη.
Ενταγμένο στα πλαίσια ενός ισορροπημένου διαιτολογίου και με την κατάλληλη καθοδήγηση από τον ειδικό μπορεί κάλλιστα να συνεισφέρει τα πολύτιμα θρεπτικά του συστατικά. Ιδιαίτερη προτίμηση δε, πρέπει να δίνεται στο φυσικό μέλι και όχι στο τεχνητό καθότι οι θετικές δράσεις στα λιπίδια του αίματος προκαλούνται από το φυσικό μέλι και όχι από το τεχνητό.
Αποτελώντας λοιπόν μια θαυμάσια πηγή ενέργειας και υδατανθράκων για παιδιά και αθλητές το μέλι οφείλει να είναι ενταγμένο στο καθημερινό διαιτολόγιο. Οι επιπρόσθετες θετικές δράσεις που προαναφέρθηκαν το κάνουν έναν πολύτιμο σύμμαχο στην καθημερινή μάχη για μια πιο υγιεινή και ισορροπημένη διατροφή.
Βασίλειος Παπαμίκος M.Med.Sci Κλινικός Διαιτολόγος-Διατροφολόγος, Πανεπιστημίου Γλασκώβης MSc, Ειδικός Γραμματέας Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων του Πανελλήνιου Συλλόγου Διαιτολόγων - Διατροφολόγων
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου